Κιλικίας

Κιλικίας
Κιλικίᾱς , Κίλιξ
a Cilician
fem acc pl
Κιλικίᾱς , Κίλιξ
a Cilician
fem gen sg (attic doric aeolic)
Κιλικίᾱς , Κιλίκιος
a Cilician
fem acc pl
Κιλικίᾱς , Κιλίκιος
a Cilician
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • SOLUS — untis, Siciliae oppid. inter Eleutherum amnem et Thermas Himerenses, teste Ptol. apud quem Ο᾿λουλὶς corrupte scribitur. Hodie Solanto. Graecis olim Σολόεις, et contracte Σολοῦς, Romanis Soluntum et Solentum; quemadmodum in Italiâ Γ῾δρόεις, sive… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Σόλοι — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κύπρου, αποικία των Αθηναίων, που είχε χτιστεί από τον εγγονό του Eρεχθέα, τον Αθηναίο Φάληρο. Αρχικά η πόλη ονομαζόταν Αιπεία, και την είχε χτίσει ο γιος του Θησέα Δημοφών πάνω σ’ ένα απότομο ύψωμα, γι’αυτό κι… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • κώρυκος — I Βουνό της ομώνυμης, μέχρι τον 15ο αι., χερσονήσου, της σημερινής Γραμβούσας, το οποίο εισχωρούσε μέσα στη θάλασσα, στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης, κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα. Ο Πτολεμαίος το ονομάζει «Κώρυκος άκρα» και ο Στέφανος… …   Dictionary of Greek

  • Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Σεβαστή — I Όνομα αρχαίων πόλεων της Μ. Ασίας και της Παλαιστίνης. 1. Πόλη της Λυδίας, ερείπια της οποίας βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, κοντά στο σημερινό Σελτυζκλέρ Από τα μνημεία και τις επιγραφές συμπεραίνεται ότι στην ίδια θέση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”